-
1 очередь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•
в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•
установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•
занимать очередь πιάνω σειρά•
каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.
2. σειρά αναμενόιντων•большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.
3. (στρατ.) ριπή•пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•
автоматная очередь ριπή αυτόματου.
εκφρ.в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•в свою очередь – με τη σειρά του•быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο. -
2 разгрузка
1. (опорожнение) η εκφόρ-τωσ/η, το ξεφόρτωμα, το άδειασμα *во время - и στην διάρκεια της - ηςпричал для - и κρηπίδωμα/αποβάθρα για -2. (уменьшение нагрузки) η μείωση (του φορτίου) 3. (вываливание, сваливание) η απόθεση, η εναπόθεση. - в отвал - στη χωματερήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгрузка
-
3 выгрузка
η εκφόρτωσ/ητο ξεφόρτω-μαна условиях с - ой на берег мор. με όρους - ης στο λιμάνιпогрузка и - за счет фрахтователя мор. φόρτωση και - με χρέωση του ναυλωτήпорядок - и διαδικασία/σειρά - ηςгрейферная - με αρπάγη/δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выгрузка
-
4 стать
стать 1стану, станешь ρ.σ.1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•стать у стены στέκομαι στον τοίχο•
стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•
стать в очередь στέκομαι στη σειρά•
стать на пост στέκομαι στο πόστο.
|| σηκώνομαι, εγείρομαι•стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•
стать на колени στέκομαι στα γόνατα.
2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•стать легерем στρατοπεδεύω•
стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.
|| καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.
|| ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.
|| παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•стал ветер σηκώθηκε άνεμος•
стала буря σηκώθηκε θύελλα•
-ли волны σηκώθηκαν κύματα.
|| (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•-ла ночь νύχτωσε•
скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.
5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.
|| παύω•часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•
мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•
стать работу σταματώ τη δουλειά.
|| (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).6. (απλ.) στοιχίζω.εκφρ.стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•стать на квартиру к кому – βλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•стать на путь – βλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•стать у власти – παίρνω την εξουσία.стать 2стану, станешь ρ.σ.1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•я стал писать άρχισα να γράφω•
он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.
2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•я не стану слушать δε θαυπακούω.
3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.
5. παλ. αρκώ, φτάνω•табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.
εκφρ.стало быть – κ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•- ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).стать 3-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,εκφρ.под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα. -
5 дойти
дойду, дойдшь, παρλθ. χρ. дошл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. дошедший ρ.σ.1. φτάνω, πηγαίνω ως•дойти до дома пешком φτάνω ως το σπίτι πεζός•
танк -шёл до моста το άρμα μάχης έφτασε ως τή γέφυρα•
письмо ещё не -шло το γράμμα ακόμα δεν έφτασε.
2. διαδίδομαι (για ήχο, μυρουδιά κλπ.)• выстрели -шли до нас οι πυροβολισμοί ακούστηκαν ως εμάς•весть -шла до них η είδηση έφτασε ως αυτούς•
-шёл слух έφτασε η φήμη.
|| γίνομαι κατανοητός, αισθητός•лекция не -шла до меня τη διάλεξη δεν την κατάλαβα.
3. αναπτύσσομαι, αυξαίνω, ανεβαίνω, φτάνω ως•мороз -шёл до 22 градусов το ψύχος έφτασε στους 22 βαθμούς•
дойти до совершенства φτάνω ως το τέλειο•
любовь его -шла до безумия η αγάπη του έφτασε ως την τρέλλα•
дойти до крайности φτάνω ως τα άκρα•
вот до чего мы -шли! να που καταντήσαμε!дело -шло до того, что... η υπόθεση έφτασε σε σημείο που...
4. έρχομαι•-дёт и до тебя очередь θα έρθει και σένα η σειρά.
5. ψήνομαι, τηγανίζομαι• βράζω• γίνομαι•пирог -шёл η πίτα ψήθηκε.
|| ωριμάζω•помидоры -шли οι ντομάτες ωρίμασαν.
6. κατορθώνω•он дошл своим умом до разрешения задачи αυτός μπόρεσε κι έλυσε το πρόβλημα μόνος του.
εκφρ.дойти до сведения – πληροφορούμαι, φτάνει• στ' αυτιά μου•руки не -шли ή не доходят – δεν έχω καιρό (να πάνω κάτι,)..